Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάνω διάλεξη

  • 1 διάλεξη

    [-ις (-εως)] η лекция; доклад; беседа;

    δημόσιες διάλέξεις — публичные лекции;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διάλεξη

  • 2 лекция

    лекция ж η διάλεξη, η ομιλία· читать \лекцияю κάνω διάλεξη
    * * *
    ж
    η διάλεξη, η ομιλία

    чита́ть ле́кцию — κάνω διάλεξη

    Русско-греческий словарь > лекция

  • 3 читать

    читать διαβάζω; \читать лекцию κάνω διάλεξη
    * * *

    чита́ть ле́кцию — κάνω διάλεξη

    Русско-греческий словарь > читать

  • 4 читать

    1. (книгу, статью, чертёж) διαβάζω 2. (декламировать) απαγγέλλω 3. (лек-цию) κάνω διάλεξη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > читать

  • 5 читать

    ρ.δ., μτχ. ενστ. читающий, παθ. μτχ. ενστ. читаемый, βρ: -таем, -а, -о παθ. μτχ. παρλθ. χρ. читанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. διαβάζω, αναγι(γ)νώσκω•

    читать газету διαβάζω εφημερίδα•

    читать книгу διαβάζω το βιβλίο•

    он не умеет читать αυτός δεν ξέρει να διαβάζει•

    читать вслух διαβάζω φωναχτά•

    читать по слогам διαβάζω συλλαβιστά•

    читать про себя διαβάζω με το νου μου•

    читать бегло διαβάζω ελεύθερα, φευγαλέα.

    2. κατανοώ, καταλαβαίνω (παρατηρώντας σχήματα, σημάδια)•

    читать чертежи διαβάζω τα σχέδια•

    читать ноты διαβάζω τις νότες.

    3. διαγιγνώσκω, διαβλέπω, διορώ•

    читать мысли διαβάζω τις σκέψεις.

    4. απαγγέλλω•

    читать стих απαγγέλλω ποίημα.

    || κηρύσσω• κάνω διάλεξη, μιλώ. || διδάσκω•

    он -ет в институте αυτός διδάσκει στο Ινστιτούτο.

    εκφρ.
    читать наставления ή правоучния, нотации) – νουθετώ, συνετίζω, κατηχώ, διαβάζω, παραινώ.
    διαβάζομαι•

    надпись -ется с трудом η επιγραφή διαβάζεται με δυσκολία (είναι δυσανάγνωστη)•

    роман –ется всеми το μυθιστόρημα διαβάζεται απ όλους•έχω διάθεση για διάβασμα•

    мне что-то не -ется κάπως δεν έχω διάθεση για διάβασμα.

    || διαγιγνώσκομαι, διαφαίνομαι, διαβλεπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > читать

  • 6 lecture

    ['lek ə] 1. noun
    1) (a formal talk given to students or other audiences: a history lecture.) διαλέξη
    2) (a long and boring or irritating speech, warning or scolding: The teacher gave the children a lecture for running in the corridor.) κήρυγμα
    2. verb
    (to give a lecture: He lectures on Roman Art; She lectured him on good behaviour.) δίνω διαλέξη: κάνω κήρυγμα

    English-Greek dictionary > lecture

  • 7 доклад

    доклад
    м
    1. ἡ ἐκθεση [-ις], ἡ είσήγηση[-ις]:
    отчетный \доклад ἡ λογοδοσία, ὁ ἀπολογισμός· научный \доклад ἤἐπιστημονική ὁμιλία, ἡ διάλεξη [-ις]· делать \доклад κάνω είσήγηση, κάνω Εκθεση· прения по \докладу ἡ συζήτηση· ◊ входить без \доклада μπαίνω χωρίς νά μ' ἀναγγείλουν.

    Русско-новогреческий словарь > доклад

  • 8 лекция

    лекци||я
    ж ἡ διάλεξη [-ις], ἡ ὁμιλία, ἡ διδασκαλία:
    курс \лекцияй ἡ σειρά παραδόσεων публичные \лекцияи οἱ δημόσιες διαλέξεις· читать \лекцияи а) κάνω διαλέξεις (публичные), б) παραδίδω (в университете, институте).

    Русско-новогреческий словарь > лекция

  • 9 лекция

    θ.
    1. διάλεξη ομιλία•

    цикл -ий σειρά διαλέξεων•

    публичные -ии δημόσιες ομιλίες•

    читать -ии κάνω διαλέξεις.

    2. παράδοση (επί επιστημονικού θέματος).

    Большой русско-греческий словарь > лекция

См. также в других словарях:

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»